- παρασιτολογία
- Η επιστήμη που μελετά τα παράσιτα του ανθρώπου, των ζώων και των φυτών, όπως επίσης και τα κατάλληλα μέτρα για την καταστροφή τους και την αποφυγή των νοσημάτων που προκαλούν. Η π. μελετά τα παράσιτα από άποψη ταξινόμησής τους στο ζωικό βασίλειο, τη μορφολογία, τη φυσιολογία, τον τρόπο πολλαπλασιασμού, τον κύκλο της ζωής τους. Αντικείμενο της π. είναι επίσης οι συνθήκες που ευνοούν ή εμποδίζουν την ανάπτυξη των παρασίτων, οι τρόποι εγκατάστασης τους στον ξενιστή, καθώς και καθετί σχετικό με την προσαρμογή τους· ως προς τον ξενιστή, η π. μελετά τις συνθήκες που ευνοούν την εγκατάσταση παρασιτικών νόσων και τις αλλοιώσεις που προκαλούνται από αυτές.
Αν και τα παράσιτα έχουν αποτελέσει αντικείμενο μελέτης από την αρχαιότητα, η π. ως επιστήμη γεννήθηκε τον 18o αι., χάρη κυρίως στην εργασία του Φραντσέσκο Ρέντι, που περιέγραψε τα πιο κοινά παράσιτα (σκουλήκια, ακάρεα και ψείρες) του ανθρώπου, άλλων θηλαστικών και των πτηνών. Οι παρασιτολογικές μελέτες συνεχίστηκαν από διάφορους επιστήμονες, μεταξύ των οποίων οι Πιερ Γιόζεφ βαν Μπένεντεν, Ρούντολφ Λένκαρτ, Αγκοστίνο Μπάσι και Λουί Παστέρ.
Σήμερα, η π. καταλαμβάνει σημαντική θέση στη ζωολογία και στη βοτανική, καθώς και στη γενική βιολογία, στην ιατρική και στην υγιεινή. Η επιστήμη αυτή διευρύνθηκε τόσο, ώστε χωρίστηκε σε ζωοπαρασιτολογία και φυτοπαρασιτολογία. Τα σημαντικότερα κεφάλαια της πρώτης είναι η πρωτοζωολογία (μελέτη των αμοιβαδώσεων, τρυπανοσωμιάσεων, ελονοσίας κ.ά.), η ελμινθολογία και η εντομολογία, δηλαδή η μελέτη των μεταζώων, όπως τα σκουλήκια, τα έντομα και άλλα αρθρόποδα παράσιτα· η φυτοπαρασιτολογία περιλαμβάνει κυρίως τη μυκητολογία και τη μικροβιολογία, δηλαδή τη μελέτη των παρασιτικών μυκητών και των μικροβίων των φυτών.
* * *η1. ιατρ. κλάδος τής νοσολογίας που ερευνά τις παθολογικές αλλοιώσεις ή διαταραχές τις οποίες προκαλούν τα παράσιτα στον οργανισμό τού ανθρώπου2. (βιολ.-ιατρ.) η μελέτη και περιγραφή τών ανθρώπινων, ζωικών και φυτικών παρασίτων, που περιλαμβάνει την συστηματική ταξινόμηση, την μορφολογία και την βιολογία τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parasitology < παράσιτο + -λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο ημερολόγιο Πανελλήνιος Σύντροφος].
Dictionary of Greek. 2013.